- παιδαριῶδες
- παιδαριώδηςchildishmasc/fem voc sgπαιδαριώδηςchildishneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδία — παιδία, ιων. τ. παιδίη, ἡ (Α) [παις, παιδός] 1. η παιδική ηλικία («ἐν παιδίῃ καὶ νεότητι», Ιπποκρ.) 2. το παιδαριώδες τού τρόπου («ἢ γήρᾳ ὑπερμέτρῳ ξυνεχόμενος ἢ παιδίᾳ χρώμενος», Πλάτ.) … Dictionary of Greek